τεσσαράριος

τεσσαράριος
τεσσᾰράριος, also written [pref] τεσσαραλ-, [pref] τεσσαλαρ-, [pref] θεσσαλαρ-, etc., , = Lat.
A tesserarius, non-commissioned officer who communicates the password, Plu.Galb.24, POxy.43rii 21 (iii A.D.), etc.; also a civil official of uncertain functions, PSI10.1106.4 (iv A.D.), I Got.6.7 (iv A.D.); τ. πλοῖα dispatch-boats, IG12(5).941 (Tenos, i B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τεσσαράριος — και τεσσεράριος και τεσσαράλιος και τεσσαλάριος και θεσσαλάριος, ὁ, Α 1. υπαξιωματικός επιφορτισμένος με την παραλαβή και μεταβίβαση συνθηματικών μηνυμάτων 2. (στην Αίγυπτο) ονομασία πολιτικού αξιωματούχου 3. φρ. «τεσσαράρια πλοῑα» ταχυδρομικά… …   Dictionary of Greek

  • τεσσεδάριος — ὁ, Α ο τεσσαράριος ή είδος μονομάχου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. τού τεσσεράριος*] …   Dictionary of Greek

  • τεσσεράριος — ὁ, Α βλ. τεσσαράριος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”